Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Γυρεύοντας μια... Έξοδο Κινδύνου!



Πίσσα σκοτάδι... Ώρα απροσδιόριστη. Μέρα και χρονιά άγνωστη... Δωμάτιο κλειστό. Όπου κι αν περπατώ πέφτω σε τοίχο. Καιρό τώρα!

Πως βρέθηκα εδώ? Γύρισα ένα βράδυ σπίτι και δεν ήμουν καλά. Ένιωθα να πνίγομαι... Μέσα στο σπίτι μου και έξω από αυτό. Δεν με χωρούσε ο τόπος!

Πριν πέσω για ύπνο ευχήθηκα να μην ξυπνήσω ποτέ, αν ήταν να έχω αυτό το βάρος στο στήθος... Κι έπεσα σε λήθαργο!

Όλα ξεκίνησαν από ένα όνειρο... Στεκόμουν στην άκρη ενός γκρεμού. Μπροστά μου το χάος, πίσω μου σώματα. Δεν ξεχώριζα πρόσωπα, αλλά γνώριζα τα αγγίγματα! Ξαφνικά άρχισε να φυσάει με ορμή. Πάσχιζα να ισορροπήσω. Άπλωσα τα χέρια μου να βρω ένα στήριγμα. Ένα ζευγάρι χέρια με κράτησαν από τους ώμους. Το άρωμά σου με τύλιξε. Αισθάνθηκα σιγουριά.

"Βοήθησε με", είπα.
"Μην ανησυχείς... Για αυτό είμαι εδώ!", απάντησες. 

Ο αέρας άρχισε να δυναμώνει κι εγώ δεν φοβόμουν γιατί με κρατούσες εσύ! Κι όπως σου 'χα αφεθεί ρώτησες:

"Μ'αγαπάς?"
"Πιο πολύ κι απ'τη ζωή μου", είπα.
"Με εμπιστεύεσαι?"
"Απόλυτα!"
"Κλείσε τα μάτια σου και μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά."

Κι έκλεισα τα μάτια. Κι εσύ... Με έπιασες από τους ώμους και με έριξες στο γκρεμό! Πίεσα τον εαυτό μου να ξυπνήσει...

"Όνειρο είναι... Έλα! Ξύπνα τώρα!!!", είπα.

Μάταιος κόπος! Πανικός...

"Θα πεθάνω στα αλήθεια. Μα... Πως γίνεται? Ξύπνα σου λέω... ΞΥΠΝΑ!"

Δίχως αποτέλεσμα και αυτή η προσπάθεια. Μέχρι να σκεφτώ και να αποδεχτώ το θάνατο, προσγειώθηκα με ορμή στο πάτωμα ενός δωματίου. Πρέπει να πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να ανακτήσω τις αισθήσεις μου. Άνοιξα τα μάτια. Σκοτάδι...

"Δηλαδή... Έτσι είναι ο θάνατος?", σκέφτηκα.

Προσπάθησα να σηκωθώ. Ένιωθα σαν να είχα σπάσει όλα μου τα κόκκαλα. Έπειτα από αρκετή ώρα τα κατάφερα... Πονούσα παντού.

Άπλωσα τα χέρια προσπαθώντας να ψηλαφίσω το χώρο. Δεξιά και αριστερά τοίχος... Άρχισα να περπατώ κρατώντας τον, ελπίζοντας πως θα βρω την πόρτα που θα με οδηγήσει στην έξοδο...!

Περπατούσα κρατώντας τον τοίχο για ώρα... Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου... Και τα μάτια μου συνήθισαν να βλέπουν στο σκοτάδι. Μπορούσα πια να πω με σιγουριά πως δεν υπήρχε πόρτα. Πανικοβλήθηκα κι άρχισα να ανασαίνω με δυσκολία. Ύστερα βρήκα τις ανάσες μου και άρχισα να φωνάζω απεγνωσμένα "Βοήθεια", μέχρι που έχασα τη φωνή μου. Στο τέλος κάθησα στο πάτωμα κι έκλαψα με λυγμούς ώσπου αποκοιμήθηκα.

Και πέρασε ο καιρός... Κάθε που ξυπνάω εύχομαι όλα αυτά να ήταν απλά ένας εφιάλτης που έχασε το μέτρο και παρατράβηξε. Μα όσο κι αν εύχομαι ξυπνάω πάντα μέσα στο ίδιο κακό όνειρο. Σε ένα σκοτεινό κι έρημο δωμάτιο δίχως έξοδο.

Και μέσα στην απόλυτη ησυχία, σκέφτομαι όλα όσα έχω περάσει.

Πίστεψα και άκουσα πολύ τους ανθρώπους... Διορθώνω... Πίστεψα και άκουσα πολύ τις καρδιές των ανθρώπων. Αυτά που έλεγαν πίσω από τις λέξεις. Αυτά που ένιωθαν βαθιά μέσα τους... Τους κρυφούς πόθους... Πολύ τους αγάπησα τους κρυφούς πόθους των άλλων. Γιατί με έκαναν να μη βλέπω τους δικούς μου.

Δόθηκα κι εμπιστεύτηκα τα σώματα. Παρασύρθηκα από τα βλέμματα. Αφέθηκα στα αγγίγματα. Κι ας ήξερα πως ήταν δανεικά. Πάντα δανεικά είναι τα σώματα.

Και μεγάλωνα πάντα τα όρια μου απέναντι στους άλλους. Κι έδινα πάντα χώρο και χρόνο. Μέχρι που κατάργησα τα όρια. Πως να μετρηθεί το άπειρο!

Κι όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, έπαιρνα τις ευθύνες πάνω μου. Ήξερα από την αρχή πως το λάθος ήταν όλο δικό μου. Που πας δίχως όρια? Πως εμπιστεύεσαι σώματα που έχουν καρδιές με κρυφούς πόθους?

Κι όταν έβρισκα αθώες ψυχές κρατούσα αποστάσεις κι έπαιρνα το χρόνο μου για να σιγουρευτώ. Και μέχρι να σιγουρευτώ εκείνες είχαν κουραστεί να προσπαθούν να με πλησιάσουν και να βρίσκουν σε τοίχο!

Ώσπου απ'το πουθενά ήρθαν κάτι άλλες ψυχές... Κι άρχισαν να ρωτούν πέρα από τα ανώδυνα... Έβλεπαν πίσω από τις δικές μου λέξεις. Ένιωθα να απογυμνώνομαι και μιλούσα όλο και λιγότερο... Μερικές φορές ξεχνιόμουν ή ξέφευγε από τον έλεγχο μου και οι συζητήσεις βάραιναν... Μετά εξαφανιζόμουν για λίγο... Ή για πολύ!

Κάποιο βράδυ κουβέντα με την κουβέντα με οδηγούσες στο να δω όσα έκρυβα από τον εαυτό μου χρόνια ολόκληρα... Κι εγώ αποσυντονισμένη - κλειδώθηκα κι άλλαξα συζήτηση. Κι ακολουθώντας την πάγια τακτική μου, το 'ριξα στη δουλειά... Κι έκανα καιρό να βρω χρόνο να τα ξαναπούμε...

Κι όταν ξαναβρεθήκαμε ρωτούσες απλά πράγματα μα εγώ που φοβόμουν πως θα περπατήσεις στα κρυφά μου μονοπάτια, δεν συζητούσα ούτε αυτά.

Ήξερες... Πως μέσα μου κρύβω ένα μικρό χωριό με ανασφάλειες... Κι αποφάσισες εκείνο το βράδυ να γίνει μακελειό!

"Πως γίνεται να είσαι τόσο εγωίστρια?", είπες, "Πως γίνεται να απαιτείς από τους δικούς σου ανθρώπους να σε εμπιστεύονται και να συζητούν τα πάντα μαζί σου, τη στιγμή που εσύ κάνεις ακριβώς το αντίθετο? Τι θα γίνει αν πεις αυτό που σκέφτεσαι, αυτό που σε απασχολεί? Τι θα γίνει αν οι άνθρωποι που σε αγαπάνε μάθουν κάτι παραπάνω για τη ζωή σου? Πως θα νιώσουμε πως είμαστε σημαντικοί για σένα, αν μας κρατάς μακρυά από εσένα?"

Ένιωσα σαν οκτάχρονο που έσπασε το καλό βάζο της γιαγιάς και ακούει κατσάδα... Κι όσο κι αν έψαξα στο λεξιλόγιό μου και στο κουτάκι με τις έξυπνες απαντήσεις μου, το μόνο που είχα να πω ήταν: "Έχεις δίκιο" και αφού πέρασε λίγη ώρα σιωπής ακόμη είπα: "Πρέπει να φύγω"...

Και να 'μαι εδώ...

Βλέπω πια καθαρά πως οι πρώτες απαντήσεις μου σε κάποια ερωτήματα είναι προκάτ. Αληθινές μεν, αλλά δεν περιέχουν την ουσία. Είναι από αυτές τις απαντήσεις που ικανοποιούν τον άλλο ή του δίνουν να καταλάβει πως από εκεί και πέρα δεν πρέπει να προχωρήσει... Είναι από αυτές που με βολεύουν. Μια βιτρίνα που δεν έσπασα ποτέ. Μια πόρτα μέσα μου που δεν ανοίγω ούτε εγώ γιατί φοβάμαι τι θα δω... Τι θα ακούσω... Φοβάμαι μήπως με ακούσω!!!

Ένας θόρυβος ακούγεται στο βάθος και σταματά τη σκέψη μου... Βλέπω μια χαραμάδα φωτός... Μια πόρτα άνοιξε... Περπάτησα ως εκεί και στάθηκα στην άκρη. Δεν είμαι σίγουρη αν θέλω να περάσω αυτή τη γραμμή. Μοιάζει αστείο να το βλέπω τώρα, αλλά αυτή είναι η αλήθεια: από τότε που γεννήθηκα, ζω σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο.

Στέκομαι μπροστά στην ανοιχτή πόρτα και παρατηρώ τον κόσμο που κινείται έξω από αυτή. Σε βλέπω στο απέναντι πεζοδρόμιο να χαμογελάς... Ακούω τη φωνή σου μέσα στο κεφάλι μου...

"Τι θα πάθεις αν κάνεις ένα βήμα?"
"Έλα ντε... Τι χειρότερο μπορεί να πάθω?"


Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Το Κοπερτί...



Αρχές της δεκαετίας του '90, Γαλάτσι - Πλατεία Κύπρου... Το ποδήλατό μου αραγμένο στα κάγκελα σε μια στοίβα με πολλά άλλα... Ένα σμάρι παιδιά σε κύκλο... "Κοπερτί το κοπερτί, τάπι τάπι ρούσι, κοπερτί το κοπερτί, τάπι τάπι γκρι - Βγαίνεις!". Απόμεινα τελευταία να μετράω ανάποδα 200, μέχρι να κρυφτούν τα παιδιά... Η πλατεία έρημη και μέσα στην ησυχία προσπαθώ να ακούσω τους ψίθυρους που θα με οδηγήσουν στις κρυψώνες... Και τις αποκαλύψεις!!!

Χρόνια αργότερα, στην ίδια - έρημη πλατεία... Το ποδήλατο μεγάλωσε κι έγινε παπί κι εγώ στη μέση μιας κλειδωμένης παιδικής χαράς, προσπαθώ ακόμα να βρω τις κρυψώνες.

Δεν έχει αλλάξει και πολύ η δομή της. Σίγουρα δεν υπάρχουν πια οι σιδερένιες κούνιες, οι ξύλινες τσουλήθρες και τα λοιπά παιχνίδια που θεωρούνται ακατάλληλα στην εποχή μας. Αλήθεια πως επιβιώσαμε εμείς με τις ξύλινες ή σιδερένιες κούνιες και το απλωμένο χαλίκι(!), χωρίς ειδικά υποστρώματα και πλαστικές επιφάνειες? Πόσο αποστειρωμένα έχουν γίνει τα πράγματα σήμερα!

Κάθομαι στα σκαλιά και ανάβω τσιγάρο. Ακόμα δεν ξέρω πως βρέθηκα χαράματα εδώ.

Ο καπνός σχηματίζει μορφές που με ζαλίζουν με τις κινήσεις τους περισσότερο από τα ποτά που έχω πιει. Αγριεμένες μορφές που με τρομάζουν. Θυμωμένα πρόσωπα. Έρωτες που πετούν τα βέλη τους...!

Ξημερώματα Κυριακής... Πως ξεκίνησε ιδανικά αυτή η εβδομάδα και πως τελειώνει... Και να 'μαι εδώ - Μόνη - σε μια άδεια πλατεία να βλέπω σκιές, να ακούω ψίθυρους...

Μήνυμα! Ποιος είναι βραδιάτικα? Δεν θα 'ναι για καλό!!!
"Προσπάθησα πάρα πολύ... Δεν ήταν γραφτό να είμαστε μαζί. Αν μ'αγαπάς όπως κι εγώ, θα καταλάβεις..."

"Και Κοπερτί - το Κοπερτί θα ξεαγαπηθούμε"... Πάει κι αυτός... Βγήκε και επίσημα από το παιχνίδι.

Παράξενο... Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα! Δεν είναι λογικό. Άλλωστε το ήξερα από καιρό ότι θα φύγει. Απλά δεν το είχε πει, όπως δεν το είχαν πει και τόσοι άλλοι.

Το βλέπεις... Το τέλος εννοώ! Το βλέπεις να δηλώνεται με όλους τους τρόπους. Όχι μόνο στις ερωτικές σχέσεις αλλά και στις φιλικές. Αρχίζουν από το πουθενά κάτι παράλογες αντιδράσεις... Νεύρα, μούτρα, καυγάδες, απουσίες και κυρίως... Σιωπές!

"Τι έχεις?"
"ΤΙΠΟΤΑ!"

Κι αυτό το "τίποτα", είναι τα "πάντα", μόνο που έχεις παραιτηθεί και δεν θέλεις να αφήσεις τον άλλο να σε βοηθήσει... Πρέπει να βρεθεί ανεπαρκής... Πρέπει να φταίξει... Πρέπει να σε απαλλάξει από την παρουσία του, χωρίς να σου δημιουργήσει τύψεις...

Κι αν ο άλλος σε αγαπάει, το παλεύει... Και μαθαίνει να ακούει τις σιωπές σου! Αρχικά ενθουσιάζεσαι γιατί είναι παράξενο και σου αρέσει που προσπαθεί για σένα. Μετά βαριέσαι και ψάχνεις πάλι αφορμές. Πάντα υπάρχουν αφορμές!

Κι ο άλλος συνεχίζει να προσπαθεί, γιατί σ'αγαπάει... Κι απολογείται... Και ζητάει συγγνώμη για όλα και σηκώνει στις πλάτες του δικά σου βάρη και προσπαθεί, κι αντέχει... Και σε προσέχει... Και δε σπάει!

"Θα το παλέψουμε! Τόσα χρόνια γνωριζόμαστε, κάποια λύση θα βρούμε!".
Μα οι λύσεις βρίσκονται όταν υπάρχουν προθέσεις κι από τις δύο πλευρές... Κι όταν γράφεται το τέλος, πάει να πει πως ένας από τους δύο δεν έχει πρόθεση να βρεθεί λύση...

Κι έρχεται η απάντηση:
"Είδες? Τόσα χρόνια γνωριζόμαστε κι από ότι φαίνεται δεν με έμαθες ποτέ!!!"

Ένας χείμαρος παραπόνων ξεχύνεται μετά το "Δεν με έμαθες ποτέ!". Ένα ποτάμι πίκρας και οργής. Κι εσύ παραμένεις βουβός και σοκαρισμένος, να αναρωτιέσαι πως γίνεται να προκάλεσες τόσο θυμό σε έναν άνθρωπο που αγάπησες πιο πολύ κι από τον ίδιο σου τον εαυτό. Κι ακούς την καρδιά σου να σπάει... Και βλέπεις τα κομμάτια της στο δρόμο να τα ποδοπατά ο άλλος φεύγοντας.

Κι εκείνος, ο "Δεν με έμαθες ποτέ!", έχει το κεφάλι ψηλά σαν να έχει κερδίσει πανηγυρικά την πιο σημαντική του μάχη...

Κι εσύ, ο "Τόσα χρόνια γνωριζόμαστε, θα βρούμε λύση", κοιτάς το πεζοδρόμιο και νιώθεις ηττημένος...

Ξημέρωσε... Ώρα να γυρίσω σπίτι να αναστηλώσω αυτό το άθλιο κορμί, να φορέσω το πιο ωραίο μου χαμόγελο και να πάω στη δουλειά... Κανένας δεν θα καταλάβει τίποτα!

Κατευθύνομαι στο μηχανάκι κοιτάζοντας πάντα το πεζοδρόμιο. Ένα γυναικείο κλάμα διακόπτει την ησυχία, ένα κορμί πέφτει επάνω μου και μια κούτα γεμάτη πράγματα πέφτει στο πεζοδρόμιο κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο.

Σηκώνω ξαφνιασμένη το κεφάλι. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα. Μια μορφή τόσο γνώριμη. Μεγάλωσε κι εκείνη όπως κι εγώ. Το βλέμμα της δεν είναι θυμωμένο όπως την τελευταία φορά που το αντίκρυσα. Έχουν περάσει πολλά χρόνια.

Την αγκαλιάζω... "Θα βρούμε μια λύση...", λέω και σφίγγω τα χέρια μου προσπαθώντας να της μεταδώσω τη σιγουριά μου. Εκείνη δεν λέει τίποτα...

Σηκώνω την κούτα και πατάω πάνω σε κάτι γυαλιά... Στο πεζοδρόμιο ένας καθρέφτης σε σχήμα καρδιάς έχει γίνει χίλια κομμάτια...

"Όλα θα πάνε καλά", της λέω και απλώνω το χέρι μου...


Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

"..."




- Έλα... Πες κάτι!
- Τι να σου πώ μωρέ? Αφού δεν έχω νέα!
- Εεεεεεε... Πες κάτι παλιό τότε...
- Ωχ αμάν... Που έμπλεξα?
- Ε, μα! Δεν γίνεται να μην έχεις κάτι να μου πεις!!!

Και δεν είχε και άδικο. Τόσες σκέψεις διασταυρώνονταν στο κεφάλι μου και έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πως γινόταν να μην μπορούσα να μεταφράσω ούτε μια, σε λέξεις???

Αλλά και πάλι τί να πω... Ακόμα και αν υπήρχαν οι λέξεις πως θα μπορούσα να εξηγήσω όλο αυτό το μπέρδεμα που υπάρχει στο κεφάλι μου?

"Αλήθεια... Πόσο διαρκεί το "για πάντα" και που σταματάει το "ποτέ"???

Κάποτε πίστευα πως και οι δυο αυτές λεξούλες διαρκούν αιώνια... "Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος", που λένε και στα αμερικάνικα έργα...! Αργότερα κατάλαβα πως όσοι μου έταξαν την αιωνιότητα είχαν ήδη φύγει, πριν το κάνουν... Φεύγοντας μου άφησαν παρακαταθήκη τις φωνές τους.

Έχω πολλές φωνές μέσα μου... Κάποιες δικές μου και κάποιες άλλες δανεικές, που διατηρούνται αναλλοίωτες στο χρόνο. Φωνές από αυτές που λένε ιστορίες, εκφράζουν προβληματισμούς, ζητούν λύσεις κι έπειτα ζητούν το λόγο για όσα έκανα ή δεν έκανα...Πίσω από τις δανεικές, κάποτε ήταν άνθρωποι, ήταν σχέσεις δυνατές, γεμάτες "ΠΑΝΤΑ" και "ΠΟΤΕ"!

Ύπουλες οι δανεικές φωνές. Πριν το καταλάβω έμαθαν όλες μου τις αδυναμίες, ή μήπως τις γνώριζαν από την αρχή? Κι άρχισα να τις ακούω όλο και πιο συχνά...

Και κάθε που προσπαθώ να σκεφτώ καθαρά και να υψώσω κεφάλι, μου ψιθυρίζουν κάποιες λέξεις και κάνω πίσω... Κι ύστερα μου θυμίζουν τις ιστορίες τους, την εξάρτησή μου από το παρελθόν και όσους το αποτελούν.

Είπα να τις κάνω φίλες μου... Ίσως έτσι να καταλάβουν πως δεν έχω πρόθεση να τους κάνω κακό... ''Ίσως να σταματούσαν να με πολεμούν, αν ένιωθαν ασφάλεια'', σκέφτηκα...

'Ομως, τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα. Οι φωνές τράφηκαν από τη δική μου ανασφάλεια και δυνάμωσαν. Πήραν τον έλεγχο και άρχισαν να μιλούν για μένα.

Πέρασε ο καιρός... Αντιστάθηκα όσο μπορούσα! Μάταιος κόπος...! Κουράστηκα να πολεμώ μαζί τους. Παραμένω αδρανής, -σιωπώ-, αποδεχόμενη την ήττα μου. Και ακούω χρόνια τις φωνές των άλλων... Και έχω ξεχάσει τον ήχο της δικής μου φωνής...!"

- Με ακούς μωρέ???
- Ε? Ναι!Συγγνώμη, αφαιρέθηκα!!! Τι έλεγες????
- Έλεγα ότι δεν γίνεται να μην έχεις κάτι να μου πεις!!!
- Κι όμως... Όσο περίεργο κι αν σου φαίνεται... Δεν έχω τίποτα να σου πω...!

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Σταγόνες στο γυαλό... Στο πρόσωπό μου...




Βρέχει απόψε... Ακατάπαυστα και με ορμή... Ακούω τη βροχή να μαστιγώνει τις τέντες...

Βλέπω τις σταγόνες στο παράθυρο... Τι παιχνίδι...!

Μικρό παιδί χάζευα με το παιχνίδισμά που έκαναν οι στάλες της βροχής στα τζάμια... Μια σταγόνα κυλάει και παρασέρνει κι άλλες στο πέρασμά της...

Ξεκινά την πορεία της δειλά... Σαν να μην θέλει να κυλήσει... Σαν να διστάζει... Ύστερα επιταχύνει και ενώνεται με άλλες σταγόνες... Η μια γίνεται δύο, ίσως και περισσότερες, μέχρι την ένωσή τους με τη λιμνούλα που έχει σχηματίσει το νερό στο περβάζι...

Μια στάλα γίνεται λιμνούλα... Κι όταν το περβάζι δεν αντέχει άλλο νερό επάνω του, σχηματίζονται πάλι σταγόνες και πέφτουν σε άλλες επιφάνειες ξεκινώντας ένα νέο κύκλο μέχρι να πέσουν στο έδαφος...

"Σήκω...", λέει μια φωνή μέσα μου...

"Που να πάω? Αφού βρέχει?", απαντώ...

"Τι φοβάσαι?"

"Μη βραχώ...!"

Πέρασε η ώρα... Η φωνή έχει σωπάσει πια...

Μια σταγόνα ξεκινά ακόμα ένα ταξίδι... Από την άκρη του ματιού, κυλάει στο μάγουλο, καταλήγει στην άκρη των χειλιών κι από εκεί στο έδαφος... Τι αστείο!!! Αυτές οι στάλες έχουν γεύση...

"Δεν βγήκες έξω γιατί φοβόσουν μη βραχείς... Τώρα δε φοβάσαι?", είπε η φωνή, φορώντας τη φωνή μου και σκουπίζοντας τα δάκρυα...