Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Μπορείς?






Μπορείς?

Μη βιαστείς να απαντήσεις... Σκέψου το καλά...

Μπορείς?

Ξέρεις... Έχω κάτι ανασφάλειες που τις κουβαλώ από τότε που με θυμάμαι...

Φοβάμαι πως οι πιο δικοί μου άνθρωποι κάποια μέρα θα με βαρεθούν και θα φύγουν.

Την έχουν ήδη κάνει πολλοί κι έτσι ο φόβος αυτός εμφανίζεται σχεδόν αυτόματα με το που δένομαι με κάποιον... Κι αρχίζει να μου τρώει τα σωθικά... Γιατί ποτέ δεν κατάλαβα τι έκανα λάθος κι όλοι με άφηναν...

Στην αρχή νόμιζα ότι ανοιγόμουν πολύ και φόρτωνα τους άλλους με τα βάρη μου, τις τύψεις, τις ενοχές, τα άγχη, τις ανασφάλειές μου... Κι έτσι σταμάτησα να μιλώ.

Έγινα όμως πολύ καλός ακροατής... Άκουγα όσα οι άλλοι δεν τολμούσαν να πουν... Κι έγινα ο τύπος που πάντα καταλάβαινε...

Μα έφυγαν κι άλλοι έτσι...

Και ξανα-άλλαξα... Έγινα συμπαραστάτης...

Αυτός που ήταν πάντα εκεί... Που ισορροπούσε την κάθε κατάσταση... Έγινα η λογική στην τρέλα σου... Μα έφυγες κι εσύ!!!

Ανοίχτηκα σε πολλούς δρόμους... Συναισθηματικούς, λογικούς, φιλικούς... Ερωτικούς... Πήγα κι από 'δω... Πήγα κι από 'κει... Και πάντα μετρούσα απώλειες... Πάντα έχανα!

Κι έτσι σταμάτησα να κυκλοφορώ...

Αν δεν γνωρίζεις - δε χάνεις!

Και περνούσαν τα χρόνια...

Κι όλα γύρω μου μεγάλωναν κι εγώ παρέμενα ίδια κι απαράλλαχτη! Ένα παιδί στο κόσμο των μεγάλων. Μια ανώριμη καρδιά σε ένα γερασμένο σώμα και μια λογική, εντελώς παράλογη!

Όταν κρύβεσαι και δεν γνωρίζεις - δεν μεγαλώνεις! Απλά χαϊδεύεις τον εαυτό σου... Κι είχες δίκιο όταν μου είπες κάποια στιγμή πως τον παραχαϊδεψα τον εαυτούλη μου!

Κάποτε, έκανα κάτι δειλά βήματα προς τα έξω... Κι ήρθαν καινούριοι άνθρωποι... Άλλοι... Περίεργοι...

Αυτούς, δεν τους κυνήγησα... Μάλλον το αντίθετο έγινε... Κι ίσως να συνεχίζει να γίνεται...

Και τους αγάπησα πολύ τους άλλους...

Κι άρχισα να φοβάμαι πάλι...

Κι αντιδρώ σπασμωδικά κάνοντας το ένα λάθος μετά το άλλο...

Ξεσπάω πάνω τους... Κι ύστερα φεύγω...

Και γίνομαι αμίλητος ακροατής...

Και κλείνομαι στο σπίτι...

Κι ο φόβος δεν φεύγει...

Ούτε τα λάθη...

Κι εκείνοι πάντα παρόντες...

Ακόμη και στον ύπνο μου έρχονται και μου χτυπούν τον ώμο, όταν κλείνομαι στον εαυτό μου και δεν είμαι πουθενά...

Κι εγώ θα 'θελα να είμαι τέλεια...

Να μην προκαλέσω τη φυγή τους...

Αλλά φοβάμαι πως ότι κάνω είναι λάθος...

Για αυτό σου λέω... Μπορείς?

Μπορείς να με αντέξεις?

Μπορείς να διώξεις κάθε μου φόβο?

Ή τουλάχιστον, μπορείς να κάνεις υπομονή μέχρι να βρω τα καινούρια μου βήματα?

Δίπλα σου... Μαζί σου!

Γιατί έχω στην ψυχή μια πυρκαγιά ανεξέλεγκτη και φοβάμαι μη σε κάψω...

Κι απομακρύνομαι για να τη σβήσω, μα πνίγομαι στο νερό που χρησιμοποιώ... Ότι ποσότητα κι αν είναι...

Για αυτό σου λέω... Μπορείς?

'Οτι κι αν πεις θα το δεχτώ, ακόμα και την άρνησή σου και θα συνεχίσω να σ'αγαπώ όπως και τώρα...

Μόνο μην απαντήσεις βιαστικά "ναι", γιατί αν δεν μπορέσεις και φύγεις κι εσύ δεν θα το αντέξω...

Γιατί κουράστηκα να χάνω... Και δεν θέλω άλλες μάχες...

Μπορείς?

Να αντέξεις τα αναίτια και παιδιάστικα ξεσπάσματά μου?

Να το πάρεις πάνω σου όλο αυτό...?

Να με μάθεις να αφήνομαι...

Να μη φοβάμαι τους ανθρώπους...

Να με μάθεις να αγκαλιάζω από την αρχή!

Μπορείς?

Να το πάρεις πάνω σου όλο αυτό...?

Να μου δείξεις το δρόμο?

Να με περιμένεις να μεγαλώσω δίπλα σου?

Μπορείς?

Να σβήσεις το φόβο μου?

Μπορείς?

Να μείνεις - μπορείς?

Να μείνεις...

Σε παρακαλώ... Μπορείς?


*(Ένα κείμενο που γράφτηκε στον αέρα του www.street-radio.gr... Άλλο ένα!)

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

"Σταμάτα... Να σε σκέφτομαι!"



Δεν υπήρξε ποτέ καλός ομιλητής… Δεν έμαθε ποτέ πως ήταν…

Όσο θυμάται τον εαυτό του άκουγε σιωπηλός… 

Άκουγε και παρατηρούσε… 

Παρατηρούσε για χρόνια τις κινήσεις, τις ματιές…
Άκουγε για χρόνια κάτω από τις λέξεις, τις ανάσες, τις δεύτερες σκέψεις, τα συναισθήματα… 

Κι όταν εκείνη τον ρωτούσε «Τι σκέφτεσαι», εκείνος το ‘ριχνε στην πλάκα, έκανε μερικά αστεία και πήγαινε παρακάτω… Πάντα έβρισκε τον τρόπο να αλλάξει το θέμα στη συζήτηση… 

Κι όταν ξέμενε από αστεία, εξαφανιζόταν!

Κρατούσε τις αποστάσεις, έχανε την υπομονή του, γκρίνιαζε, απελπίζονταν, θύμωνε, έσπαγε, παραδεχόταν… Έβρισκε τις ανάσες του… Ξεπερνούσε…

Εκείνη δεν μάθαινε τίποτα… Άλλωστε… Δεν υπήρξε ποτέ καλός ομιλητής! 

Μόνο κάτι χαρτιά στο συρτάρι ήξεραν…

Για τα κλάματα… Τις επιθυμίες… Τα μακρόσυρτα ξενύχτια που περνούσε προσπαθώντας να νικήσει έναν πόθο ανελέητο… Σχιζοφρενή!
Για τους φόβους και τις ανασφάλειες που γίνονταν όνειρα και τον επισκέπτονταν κάθε βράδυ… 

Μια τέτοια νύχτα ήταν κι αυτή… Δύσκολη… Το μυαλό του απασχολούσε πάλι εκείνη…

Ένας έρωτας μονόπλευρος και ατελέσφορος… 

Είχε περάσει πια ένας χρόνος από τότε που την είδε τελευταία φορά… Κι ήταν ίσως η μοναδική φορά στη ζωή του που μίλησε τόσο πολύ. Μέσα σε λίγα λεπτά της τα είπε όλα… 

Πως είχε πάψει να πιστεύει στους ανθρώπους κι ήρθε εκείνη κι έφερε τα πάνω – κάτω… Πως έλαμψε ο κόσμος όταν την είδε… Πως το μόνο που ήθελε ήταν να είναι μαζί της… Πως… Πως… 

Εκείνη δεν είπε τίποτα… Αιώνας του φάνηκαν τα δευτερόλεπτα της σιωπής της… 

Σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε κατάματα: 
«Σ’αγαπώ τόσο πολύ που πονάω…», της είπε… 

«Δεν… Δεν μπορώ… Δεν… Πρέπει να φύγω!», κατάφερε να πει…
Κι αποχώρησε… 

Βλέποντας το αυτοκίνητό της να απομακρύνεται είχε κιόλας μετανιώσει που της μίλησε… Που είχε πάει κόντρα στη φύση του…

Έκλαψε πολύ… Κι άρχισε να δουλεύει ασταμάτητα… 

Η εργασιοθεραπεία ήταν πάντα ένας τρόπος να ξεχνιέται… Πέρασε ένας χρόνος…

Ήταν στο γραφείο και τακτοποιούσε κάτι τιμολόγια όταν όλος ο χώρος πλημμύρισε με το άρωμά της… Στην αρχή νόμιζε πως ήταν η ιδέα του, μα η ώρα περνούσε και η μυρωδιά γινόταν όλο και πιο έντονη… 

Πότισε τα ρούχα του… 

Το σώμα του! 

Κι ύστερα… Ύστερα το λεωφορείο… Το ασανσέρ… Μπήκε στο σπίτι ζαλισμένος… 

Πέταξε τα ρούχα του στο πάτωμα και μπήκε στο μπάνιο… Έπλενε τα χέρια του… Το σώμα του… Έτριβε με μανία κάθε σημείο του σώματός του προσπαθώντας να διώξει τη άρωμά της, την ίδια (!), από πάνω του... Από τη ζωή του…! 

Κι όσο έτριβε, τόσο πιο έντονη γινόταν η μυρωδιά της… Κι εκείνος δεν μπορούσε… Δεν άντεχε!

Έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να κλαίει… 
«Δεν αντέχω άλλο… Σταμάτα! Σταμάτα! Τρελαίνομαι… Αυτό ήταν! Τρελαίνομαι!!!» 
Έδωσε μια γροθιά στην πόρτα και της άνοιξε μια τρύπα ίσα με την παλάμη του… 
Για ώρα περπατούσε μέσα στο σπίτι του παραμιλώντας… 

Αργά το βράδυ, εξαντλημένος πια, ξάπλωσε στο κρεβάτι του… 
Ένας λυγμός είχε σταθεί στο λαιμό του, μα δεν τον άφησε να γίνει κραυγή… Άλλωστε… 

Δεν υπήρξε ποτέ καλός ομιλητής… 

Αποκοιμήθηκε… 

Η συνέχεια λίγο-πολύ γνωστή… Ήρθε στον ύπνο του… 
Κι όπως την πρώτη φορά που την είδε, ανατρίχιασε κι έμεινε να κοιτάζει εκστατικός το πέρασμά της. Στο μυαλό του το «Ερωτικό» του Λαπαθιώτη…
Όλοι ακούνε κουδούνια και βλέπουνε πεταλούδες όταν ερωτεύονται, αυτός άκουγε ποιήματα! 

Χίλιες φορές της φώναξε «Σ’αγαπώ» στον ύπνο του… 
Χίλιες φορές την είδε να γυρνά την πλάτη της και να φεύγει. 
Σαν κινηματογραφικό καρέ που έπαιζε ξανά και ξανά στο όνειρό του… 

Σηκώθηκε από το κρεβάτι του πιο τρελαμένος από ότι ήταν όταν ξάπλωσε… 
Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη… Τρόμαξε! 
Ταλαιπωρημένος, αξύριστος, με μάτια κατακόκκινα… 
Όλα τα «Σ’αγαπώ» που δεν βρήκαν παραλήπτη στα όνειρά του και στη ζωή του, έγιναν βάρος στο στήθος του… Ένα βάρος που δεν μπορούσε πια να σηκώνει…

______________________________________________________

Η οθόνη του κινητού της άναψε… 

Μέσα στο ολοσκότεινο δωμάτιο, το μικρό αυτό φως και ο ήχος από τη δόνηση, ήταν αρκετά ενοχλητικά… 

«Χίλιες φορές σου έχω πει να την κλείνεις τη μαλακία όταν κοιμόμαστε…», είπε εκείνος.

Εκείνη, που είχε ανοίξει ήδη το μήνυμα, δεν άκουσε λέξη.

«Έλα μωρό μου… Κλείστο… Είναι πιο σημαντικό το μήνυμα από εμένα?», ρώτησε καθώς γύριζε πλευρό και την έκλεινε στην αγκαλιά του…

«Όχι αγάπη μου… Να! Το έσβησα… Και το μήνυμα και το κινητό!», είπε και χάθηκε στα χέρια του, πετώντας έναν άλλο έρωτα και έξι λέξεις στην ανακύκλωση…


Ένα μήνυμα που έγραφε:

«Σε παρακαλώ… Σταμάτα… Να σε σκέφτομαι!»  




Υ.Γ.: Το μήνυμα ανήκει σε ένα φίλο και κάποτε μου έδωσε την άδεια να το δαχειριστώ όπως θέλω... Όταν και όποτε... Ελπίζω να το έκανα με σωστό τρόπο!